- πινυτόφρων
- πινυτόφρωνof wisemasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πινυτόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.) 2. ευφυής, αγχίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
πινυτόφρονα — πινυτόφρων of wise masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτόφρονας — πινυτόφρων of wise masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτόφρονες — πινυτόφρων of wise masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτόφρονι — πινυτόφρων of wise masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτόφρονος — πινυτόφρων of wise masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek